κριαρώνομαι

κριαρώνομαι
[κριάρι]
1. (για κριάρι) συμπλέκω τα κερατά μου με τα κέρατα άλλου κριαριού
2. (για πρόσ.) πολεμώ λυσσαλέα, αγωνίζομαι με μανία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”